- κόννος
- κόννος, ὁ (Α)1. είδος μικρού κοσμήματος2. γένι («τὸν κόννον καὶ τὴν κορυφαίαν ἀποκεκομηκώς», Λουκιαν.)3. (κατά τον Ησύχ.) (στους Λάκωνες) σκόλλυς*.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. εμφανίζει πιθ. εκφραστικό αναδιπλασιασμό (-νν-)].
Dictionary of Greek. 2013.