κόννος

κόννος
κόννος, ὁ (Α)
1. είδος μικρού κοσμήματος
2. γένι («τὸν κόννον καὶ τὴν κορυφαίαν ἀποκεκομηκώς», Λουκιαν.)
3. (κατά τον Ησύχ.) (στους Λάκωνες) σκόλλυς*.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. εμφανίζει πιθ. εκφραστικό αναδιπλασιασμό (-νν-)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Κόννος — trifle masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόννος — trifle masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κόννον — Κόννος trifle masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόννον — κόννος trifle masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κόννου — Κόννος trifle masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόννου — κόννος trifle masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κόννους — Κόννος trifle masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόννους — κόννος trifle masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κόννῳ — Κόννος trifle masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόννῳ — κόννος trifle masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”